- φρύσσω
- φρύττω (αόρ. εφρυξα) μετ. поджаривать, жарить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φρύσσω — Α βλ. φρύγω … Dictionary of Greek
φρύγω — ΝΜΑ, και φρύττω ΜΑ, και φρύσσω Α φρυγανίζω, ξεροψήνω, καβουρντίζω (α. «φρυγμένα σύκα» β. «φρυγέντα καρπόν», Γεωπ. γ. «φρυγομένων ἐρεβίνθων», Γαλ.) αρχ. 1. (για τον ήλιο) ξηραίνω με την θερμότητά μου («σκιερὴν δ ὑπὸ φηγὸν ἡελίου φρύγοντος… … Dictionary of Greek
ՓԽՐԵՄ — (եցի.) NBH 2 0943 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c, 13c ն. կր. իբր ձ. φρύγω, φρύσσω, καταφρύγω, συμφρύγω torreo, torrefacio, cremo. Փուխր առնել. որպէս Խորովել, խարակել. խանձել. խարկել. ... *Հուր բորբոքեցից, զի միսն հալեսցէ, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)